- ἀκροπόσθια
- ἀκροπόσθιονtip of fore skinneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἀκροποσθία — ἀκροποσθίᾱ , ἀκροποσθία tip of fore skin fem nom/voc/acc dual ἀκροποσθίᾱ , ἀκροποσθία tip of fore skin fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκροποσθίᾳ — ἀκροποσθίᾱͅ , ἀκροποσθία tip of fore skin fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακροποσθία — η (Α ἀκροποσθία) η ακροβυστία*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο (Ι) + πόσθη*] … Dictionary of Greek
ακροβυστία ή ακροποσθία — Η άκρη του δέρματος του αντρικού μορίου, που καλύπτει τη βάλανο στη νηπιακή ηλικία. Στους Εβραίους (όπως και στους Αιγυπτίους και άλλους αρχαίους λαούς) συνηθίζονταν η περιτομή της α. ως είδος φυλετικής αναγνώρισης. Για τους ελληνίζοντες… … Dictionary of Greek
ἀκροποσθίας — ἀκροποσθίᾱς , ἀκροποσθία tip of fore skin fem acc pl ἀκροποσθίᾱς , ἀκροποσθία tip of fore skin fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκροποσθίαν — ἀκροποσθίᾱν , ἀκροποσθία tip of fore skin fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκροποσθίη — ἀκροποσθία tip of fore skin fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποσθία — ἡ, Α 1. η ακροβυστία, η ακροποσθία 2. τοπικό οίδημα στα βλέφαρα, κριθαράκι. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. σχηματίστηκε πιθ. κατ αποκοπή από το σύνθ. ἀκροποσθία] … Dictionary of Greek
ακροβυστία — η (Α ἀκροβυστία) το άκρο τού δέρματος τού ανδρικού γεννητικού οργάνου μσν. αρχ. 1. η ύπαρξη ακροβυστίας, το να μην έχει υποστεί κάποιος περιτομή 2. (περιληπτ. στον πληθ.) αυτοί που δεν έχουν υποστεί περιτομή, δηλ. οι εθνικοί, σε αντίθεση με τους… … Dictionary of Greek
ακροπόσθιον — ἀκροπόσθιον, το (Α) η ακροποσθία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο (Ι) + πόσθιον, υποκορ. < πόσθη*] … Dictionary of Greek